- μεμερισμένος
- μερίζωdivideperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κτοίνα — και κτοῑνα, ἡ (Α) επιγρ. 1. (για τις αρχαίες ελληνικές πολιτείες, συνήθ. τής Ρόδου) υποδιαίρεση τής φυλής, η οποία αναλογεί με τους δήμους τής Αττικής 2. (κατά τον Ησύχ.) «κτῡναι ἢ κτοῑναι χωρήσεις προγονικῶν ἱερείων, ἢ δῆμος μεμερισμένος».… … Dictionary of Greek
μεμερισμένως — (ΑM) επίρρ. χωριστά αρχ. 1. κατά μέρη 2. κατά διαστήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεμερισμένος, μτχ. μέσ. παρακμ. τού ρ. μερίζω] … Dictionary of Greek
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek